Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

ΤΟ ΑΔΟΞΟ ΤΕΛΟΣ ΕΝΟΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΑ

Μια ιστορία λέει ότι σε ένα μέρος στον Καπυρό, τις τελευταίες μέρες του Ιούλη και τις πρώτες του Αυγούστου όταν υπάρχει άπνοια και αυξημένη υγρασία στην ατμόσφαιρα, σκιές με μορφή ανθρώπων εμφανίζονται με την ανατολή του ήλιου να προχωρούν και να  χάνονται στη θάλασσα.
Ο «Καπυρός» είναι ένας τόπος που περιβάλλεται στα βορειανατολικά από ψηλούς πέτρινους γκρεμούς, λίγο ψηλότερα από τη θάλασσα της Χλώρακας. Κατά το γέρμα του ήλιου που οι αχτίνες του χτυπούν τη περιοχή, οι θερμοκρασίες που παράγονται είναι πολύ μεγάλες και ο τόπος ζεστός όπως να αναμμένη πυρά, εξ ου και η ονομασία Καπυρός. Μέσα σε όλη τη ξεραΐλα υπάρχει μια σταλιά γης καταπράσινη, όπου από ένα λαγούμι με τρεξιμιό νερό, ποτίζονται τα ψηλά δένδρα που βλαστούν εκεί.
Τα χρόνια της Οθωμανοκρατίας οι Τούρκοι καταπίεζαν και εκμεταλλεύονταν άγρια τους κατοίκους σε σημείο που οι περισσότεροι Έλληνες μετατράπηκαν δουλοπάροικοι τους. Η φτώχεια ήταν μεγάλη, και πολλοί που είχαν όμορφες γυναίκες έκαναν πως δεν καταλάβαιναν όταν οι Τούρκοι τις καλούσαν για δουλειά. Πολλές επίσης γυναίκες δεν αρνούνταν κάποιες επισκέψεις Τούρκων στα σπίτια τους. Όλα συνέβαιναν με σιωπή ανοχής και οι άνδρες χωρίς τιμή, χωρίς να ψηλώνουν το κεφάλι, έμεναν σιωπηλοί.
Ήταν και δυο αδερφές με ένα μικρό εδερφό που κατοικούσαν σε μια μικρή κάμαρη, και δυο άτιμοι Τούρκοι τις επισκέπτονταν φανερά και τις ατίμαζαν όποτε γούσταραν εκθέτοντας τες σ όλη την κοινωνία. Ο αδερφός καθώς ήταν μικρός δεν μπορούσε να αντιδράσει, και κανείς δεν τον βοηθούσε να προστατέψει τις αδερφές του. Ήτα ένα ευαίσθητο παιδί που δεν μπορούσε να αντέξει τόση προσβολή, το άχτι τον έτρωγε, δεν μπορούσε άλλο το ρεζίλεμα, χτίκιασε, έτσι μια κακιά μέρα πήγε στον Καπυρό και κρεμάστηκε σ ένα δένδρο.
Τα κακά νέα ταξίδεψαν γρήγορα, πήγαν μακριά, άκουσε τα μαντάτα ο Κωνσταντάς που ζούσε μακριά στα ξένα και ήταν θείος του μικρού παιδιού, ήταν αδερφός της μάνας του. Ήταν ένας παλικαράς ανίκητος χωρίς φόβο στην καρδιά, ένας ανδρειωμένος που δεν είχε άλλον σαν κι αυτόν. Σαν έμαθε τι εγίνηκε, πολύ θυμώθηκε, και καβαλίκεψε το άλογο του να πάει να τιμωρήσει τους αίτιους του κακού, καθώς έτσι άρμοζε να κάμει.
Ξεκίνησε λοιπόν, μα τα μαντάτα τον προσπέρασαν και τα νέα γρήγορα έφτασαν στο μικρό χωριό. οι κάτοικοι ένιωσαν μια χαρά να τους κατακλύζει. Επιτέλους, ένας Έλληνας παλικαράς, ένας ανδρειωμένος πολεμιστής που δεν φοβόταν τους πολλούς εχθρούς, κατέφθανε αποφασισμένος να δώσει ένα μάθημα, να σκοτώσει τους άτιμους Τούρκους που χωρίς αιδώ πρόσβαλαν μια ολόκληρη κοινότητα εξαναγκάζοντας τους Έλληνες κατοίκους, ανήμπορους να παρακολουθούν επί μακρόν την ατιμία που διέπρατταν επί των ανήμπορων κορασίδων, με αποτέλεσμα να οδηγήσουν τον μικρόν αδερφό τους να πάει να σκοτωθεί.
Την επικείμενη άφιξη του παλικαρά, έμαθαν και τα Τουρκιά, που πολύ φοβήθηκαν, και μαυρες σκεψεις τους εζωσαν. Ειχαν ακουστα την ανδρεα του Κωσταντά, είχαν ακούσει πως τα έβαλε με ολόκληρο στρατό και δεν νικήθηκε, είχαν ακούσει πως χριριζόταν τα άεματα με δεξιοτεχνία, και πως όσες μαχες εδωσε, βγηκε πάντα ο νικητής. Όμως σαν δειλοι, δεν σκεφτηκαν να τον αντιμετοπισουν παληκαρλισια, παρα κατεστρωσαν εν σχεδιο, να τον σκοτώσουν δόλια χωρις να εκτεθουν στον κινδυνο μιας μαχης.
Σκέφτηκαν πως έπρεπε να του στήσουν ενεδρα και να τον φανε μπαμπεσικα, γιατι αλλως δεν θα μπορουσαν να τον νικησουν.
Πήγαν και κρύφτηκαν σε τόπο που θα περνούσε ο Κωσταντάς, και μπαμ, τον πυροβόλησαν ταυτόχρονα, και με δυο σφαίρες το παλληκάρι έπεσε νεκρός. Και ύστερα με περισσό θράσος τον έσυραν στο χωριό και τον πέταξαν κάτω από το δέντρο που σκοτώθηκε το νεαρόν παιδίν,  είπαν και διέταξαν να μην τον θάψει κανένας, να τον αφήσουν να τον φάνε οι σκύλοι και τα άγρια θηρία.
Έτσι λοιπόν άδοξα τέλειωσε η ιστορία του Κωνσταντή με τέλος τραγικό που δεν άρμοζε για τη μεγάλη του φήμη, και χειρότερα απ όλα τον άφησαν άταφο όπως ένα σκύλο, όπως ένα ψοφίμι. Έμεινε άταφος για πολλές μέρες, ώσπου ο Αρχάγγελος Μιχαήλ δεν άντεξε το άδικο, φύσηξε δυνατό άνεμο κι έφερε την άμμο από την παραλία και τον σκέπασε.
Πολλές φορές στα μέσα του καλοκαιριού, μες το χάραμα του φού και στην ανατολή του ήλιου, πολλοί ισχυρίζονται ότι έχουν δει σκιές να περιφέρονται, κάποιοι λένε ότι πρόκειται για αντικατοπτρισμό που οφείλεται στη διάθλαση των ηλιακών ακτίνων ανάμεσα των φυλλωμάτων και της νοτιάς. Πολλοί που τις παρατήρησαν είπαν ότι είναι ξωτικά, ενώ κάποιοι λένε πως είναι οι ψυχές του μικρού αδερφού και του παλικαρά του Κωσταντά που δεν βρίσκουν αναπαμό και περιφέρονται στον καταραμένο τόπο γυρεύοντας εκδίκηση.

ΤΟ ΑΡΧΟΝΤΟΠΟΥΛΟ ΚΑΙ Η ΤΣΙΓΓΑΝΑ

Η παραθαλάσσια περιοχή από την Κισσόνεργα ως την Πέτρα του Ρωμιού, ήταν εύφορα χωράφια που τα κατείχαν πλούσιοι τσιφλικάδες και αξιωματικοί ή προύχοντες ημέτεροι των διαφόρων κατακτητών που κατά καιρούς πέρασαν από την Κύπρο. Έκτιζαν τα μεγάλα αρχοντικά τους  πάνω σε ψηλώματα και από εκεί παρατηρούσαν τις εργασίες στα χωράφια τους που εκτελούσαν οι δούλοι και οι μισταρκοί τους.
Η Κύπρος κατά καιρούς υπέφερε από ανομβρία με αποτέλεσμα αυτά τα χωράφια να χρησιμοποιούνται ως βοσκότοποι, αλλά όταν κατά καιρούς υπήρχε πολυομβρία, οι τσιφλικάδες τα φύτευαν ζαχαροκάλαμα, τεύτλα και καννάβια.
Πρωτεύουσα της περιοχής, ήταν το Κτήμα που συνόρευε δυτικά με το χωριό της Χλώρακας, και νοτιοανατολικά με την Γεροσκήπου. Η Κάτω Πάφος ως μέρος της πόλεως του Κτημάτου, ήταν μια παραλιακή πεδιάδα που ενωνόταν με τα παραλιακά χωράφια της Χλώρακας, και μαζί αποτελούσαν έναν μεγάλο εύφορο κάμπο.
Εκεί που έσμιγαν τα σύνορα των τριών τόπων, ήταν ένα εγκαταλειμμένο αρχοντικό που μόνο του στον κάμπο φάνταζε όμορφο και άφθαρτο στο χρόνο. Ήταν πολύ παλαιό αλλά καλά κτισμένο, και καλά διατηρημένο. Περιβαλλόταν από γόνιμες εκτάσεις γης, με πολλά πηγάδια νερού σκαμμένα κάθε λίγη απόσταση, σημάδι πως κάποτε τη γη την καλλιεργούσαν. Τώρα, ήταν εγκαταλειμμένη, τα πηγάδια στεγνά, και ο κάμπος ξερός. Κάποιοι λέγουν πως παλιότερα ήταν ένας πράσινος κάμπος, μια μεγάλη όαση, πως έμοιαζε ίδια γη της επαγγελίας. Αλλά και τώρα, μπορούσε ο κάμπος να αποτελεί ένα μεγάλο βοσκότοπο που θα μπορούσαν οι ιδιοκτήτες να θρέψουν πολλά πρόβατα.
Ήταν λοιπόν άξιον απορίας, γιατί τόση περιουσία έμενε ανεκμετάλλευτη. Όταν ήμουν μικρός, την ίδια απορία είχα και εγώ, γι αυτό ρώτησα ένα γέροντα, που μου είπε μια ιστορία:
Στα χρόνια του μεσαίωνα η περιοχή ήταν περιουσία των Ρηγάδων και ύστερα των απογόνων τους, οι οποίοι όμως την εγκατέλειψαν και χάθηκαν χωρίς να αφήσουν σημάδι αν η γενιά τους συνέχισε να υπάρχει. Και έμεινε η περιοχή εγκαταλειμμένη να την χρησιμοποιούν κυρίως οι βοσκοί για τα ζώα τους.
Όμως, στις αρχές του περασμένου αιώνα, ένας ξένος ήρθε από τα ξενικά μέρη και κατοίκησε στο ψηλό σπίτι. Είχε τίτλους ιδιοκτησίας για την περιοχή, και ήταν κληρονόμος των  Ρηγάδων κατά πώς έλεγε.
Επιδιόρθωσε το παλιο διώροφο σπίτι και εγκαταστάθηκε μέσα. Προσέλαβε εργάτες και ανέλαβε το μεγάλο τσιφλίκι. Με τον καιρό το μεγάλο κτήμα πρασίνισε και πάλιν, καθώς φύτεψε δένδρα και φυτείες όλων των ειδών. Ήξερε πολλά γράμματα, και ήταν πολύ πλούσιος. Σαν μεγάλος αφέντης έχαιρε μεγάλης υπόληψης, αλλά περισσότερο έχαιρε σεβασμού, καθώς γνώριζε πολλά γράμματα και είχε μεγάλη μόρφωση.
Μαζί του από τα ξένα έφερε πολλά βιβλία, και με τις ώρες ασχολιόταν μ αυτά, ενώ για τις δουλειές προσέλαβε έναν καλό επιστάτη που φρόντιζε για όλα. Όσοι τον συναντούσαν και έρχονταν εις γνώσιν μαζί του, έλεγαν πως ήταν πολύ μορφωμένος και διαβασμένος.
Στη Χλώρακα ζούσε μια  μελαχρινή κοπέλα που πολλοί έλεγαν πως ήταν απόγονος τσιγγάνων. Ήταν μια πανέμορφη νέα με ένα καλλίγραμμο κορμί που όποιος την έβλεπε κολαζόταν από επιθυμία και πόθο. Πιο όμορφη από μια νεράιδα είχε χίλια φιλήδωνα γεμάτα ερωτισμό, και μάτια μπιρμπιλωτά που όποιον κοίταζαν τον καταδίκαζαν σε έρωτα, έναν έρωτα όμως μονόπλευρο που την ίδια δεν αφορούσε, παρά μόνο γνωρίζοντας την αύρα και τον πόθο που εξέπεμπε, χωρίς να λυπάται κανέναν, τους ξετρέλαινε και ύστερα γελούσε μαζί τους. Ήταν με λίγα λόγια μια πλανεύτρα μάγισσα, που με ευχαρίστηση χαιρόταν τον ερωτικό πόνο που σκορπούσε γύρω τους.
Οι γονείς της φτωχοί χωρικοί, έσπερναν κάτι μικρά χωραφάκια, καθώς και η ίδια έβοσκε ένα μικρό κοπάδι από πρόβατα, έτσι που κουτσά στραβά και πολύ φτωχικά, κατάφερναν να έχουν τον επιούσιο. Θα μπορούσαν όλοι να ζήσουν πλουσιοπάροχα αν μόνο δεχόταν να παντρευτεί έναν από τους πολλούς μνηστήρες άρχοντες που την περιτριγύριζαν. Μα αυτή κανέναν δεν ήθελε, ούτε πλούσιο, ούτε πρίγκιπα. Της άρεσε μόνο να βόσκει τα πρόβατα στα θερισμένα χωράφια μέσα στον μεγάλο κάμπο της Χλώρακας δίπλα στη θάλασσα. Και όποτε κάποιον συναπαντούσε, ευχαριστιόταν καθώς έβλεπε πως τον ξετρέλαινε με την ομορφιά της.
Μια φορά που έβοσκε τα πρόβατα, αυτά την οδήγησαν λίγο μακρύτερα, μέχρι τα χωράφια του νέου Ρηγόπουλου που είχε εγκατασταθεί στο μεγάλο σπίτι.
Εκεί, ένα αρνί ξέφυγε από το κοπάδι και μπήκε στο τσιφλίκι του άρχοντα. Δρασκέλισε τον πετρότοιχο η κόρη, και πήγε να το πάρει. Το βρήκε κάτω από ένα δένδρο, όπου κάτω από τον ίσκιο έστεκε ένας όμορφος νέος που εύκολα κατάλαβε από το παρουσιαστικό του πως ήταν ο μεγάλος αφέντης.
Ολοφάνερα έδειχνε την αφεντιά του, την ευγένεια του, και την καλή του καταγωγή. Ήταν εύμορφος και τα μάτια του ανέδιναν την εξυπνάδα και την υψηλή καταγωγή του.
Έμεινε λίγο θαυμαστικά να τον κοιτάζει, και χωρίς να χασκιαστεί ή να ντραπεί, τον κόντεψε και τον χαιρέτησε,
-για σου άρχοντα μου, έπιασαν την κουβέντα και γνωρίστηκαν.
Αμέσως αγαπήθηκαν, ήταν το πεπρωμένο τους, τόθελε η μοίρα τους να συναπαντηθούν να γνωριστούν και να αγαπηθούν.
Από εκείνη τη μέρα η μικρή βοσκοπούλα έπαιρνε τα πρόβατα της να βοσκήσουν σε εκείνη την περιοχή, και το Ρηγόπουλο κάθε μέρα κατέβαινε και καθόταν στον ίσκιο του δεντριού και με αδημονία την πρόσμενε, και μόλις την έβλεπε ένιωθε να αγαλιά και τα φυλλοκάρδια του σαν καμπάνες να χτυπουν. Το ίδιο και η τσιγγανοπούλα, που για πολλές ώρες την ημέρα καθόταν μαζί του. Ταίριαξαν απόλυτα, είχαν κοινές κουβέντες και ενδιαφέροντα, κυλούσε η συνομιλία τους ευχάριστα, καθώς και ο καιρός όσο κυλούσε, περισσότερο έδενενε αγάπη τους και δυνατά τη σφυριλατουσε.
Και όταν πέρασε ο καιρός, το καλό Ρηγόπουλο αποφάσισε να της δώσει το όνομα του, να την κάμει τιμημένη Ρήγαινα και αρχόντισσα δίπλα του. Ήταν σίγουρος πως θα της έδινε μεγάλη χαρά, πως μόλις της το έλεγε θα έπεφτε στην αγκαλιά του ευτυχισμένη, καθώς συνέχεια του φώναζε δυνατά πόσο πολύ τον αγαπούσε. Ήταν σίγουρος για την απάντηση της, δεν αμφέβαλλε, γνώριζε για την αγάπη της.
Όμως ώ τί δυστυχία η κόρη, ίσως γιατί είχε συνηθίσει να ραγίζει καρδιές, ίσως από από έπαρση, ή μήπως είχε κάποια κληρονομική τρέλα καταστροφική στο μυαλό της, του αγνίστηκε. Και η ίδια δεν μπορούσε ύστερα να πιστέψει πως έκαμε τέτοια τρέλα, πως του απαρνήθηκε την αγάπη της, αφού καλά γνώριζε πόσο πολύ τον αγαπούσε.
Το Ρηγόπουλο όμως βαθιά πληγώθηκε, και η καρδιά του σκίστηκε και ράγισε και δεν χτυπούσε πλέον φυσιολογικά, παρά κάθε χτύπος και ένας μεγάλος πόνος. Ένιωσε τα όνειρα του να γκρεμίζονται, μεγάλη στενοχώρια να τον καταθλίβει, και να πέφτει σε ανείπωτη κατάθλιψη. Με το ζόρι έσυρε τα πόδια του να φύγει. Και όλη τη νύχτα χωρίς ύπνο παρά μόνο με πόνο στην καρδιά, αποφάσισε πως δεν ήθελε πλέον άλλο να ζήσει. Ήθελε μόνο να ηρεμήσει και να σταματήσει ο πόνος να του καίει την καρδιά. Έτσι με πολλή κόπο τα ξημερώματα, έσυρε και πάλιν τα βήματα του για τελευταία φορά στον τόπο που γνώρισε την αγαπημένη του, και πάνω σε ένα κλαδί του δένδρου που τόσες φορές σκίασε αυτόν και εκείνην, έδεσε ένα σχοινί και κρεμάστηκε, και βρήκε την αιώνια γαλήνη.
Την άλλη μέρα πολύ πρωί, η όμορφη κόρη κίνησε βιαστικά να βρει τον καλό της και να του ζητησει συγχωρεση, και να του πει πως δέχεται να παντρευτούν, και να του ομολογήσει ξανά την αγάπη της.
Μα ώ τι συμφορά, από μακριά είδε ένα κορμί να κρεμνιέται κάτω από το δένδρο, και αμέσως ο νους της γεμάτος τρόμο, ήξερε με σιγουριά πως ήταν ο καλός της…
Πέρασε ο καιρός, η όμορφη τσιγγανοπούλα χάλασε και ασχήμυνε από το μαράζι, οι τύψεις της τρέλαιναν το μυαλό. Όρεξη για ζωή δεν είχε, και ειρηνίες την κατέτρεχαν. Ήθελε να πεθάνει, ήθελε να κοιμηθεί μια μέρα και να μην ξυπνήσει. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος, πολλές φορές σκέφτηκε να σκοτωθεί και αυτή, αλλά θέλοντας να αυτοτιμωρηθεί, έμενε ζωντανή για να βασανίζεται ως τιμωρία για το μεγάλο κακό που προκάλεσε. 
Κλείστηκε στο σκοτάδι της κάμαρης της και δεν πλενόταν, ούτε λουζόταν, χτίκιασε και το μυαλό της σαλτάρισε, ώσπου γέρασε και πέθανε, και επιτέλους ηρέμησε η ψυχή της.

Μετά το θάνατό της πολλοί ισχυρίστηκαν πως όταν περνούσαν από το δένδρο που κρεμάστηκε το Ρηγόπουλο, ένιωθαν το φάντασμά της στον αέρα να μουρμουρίζει με πόνο το όνομα του.
Το διώροφο κτίριο στο τσιφλίκι εγκαταλείφθηκε, ενώ υστερότερα περιήλθε στα χέρα των Τούρκων όπου γνώρισε μαύρες μέρες, γιατί οι Τούρκοι το χρησιμοποιούσαν σαν φυλακές και τόπο βασανιστηρίων των Γραικών.
Μετά την παράδοση της Κύπρου στους Άγγλους, και αυτοί το χρησιμοποίησαν ως τόπο κρατητηρίων και βασανιστηρίων των αγωνιστών της ΕΟΚΑ.
Στα σκοτεινά δωμάτια του πολλοί άνθρωποι υπέφεραν και πόνεσαν, πολύ αίμα χύθηκε και πολλές ζωές χάθηκαν. Μέχρι σήμερα, ένα σωρό φοβερές ιστορίες ακόμα λέγονται. Πολλοί κάτοικοι της περιοχής ισχυρίζονται ότι κατά καιρούς άκουσαν ουρλιαχτά και κλάματα και ένιωσαν σκιές στον ουρανό να περιφέρονται και να ζητούν βοήθεια.
Στις σημερινές ημέρες το κτίριο έχει επισκευαστεί και αναπαλαιωθεί, κάποιοι της περιοχής λένε ότι ακόμη το κτίσμα είναι στοιχειωμένο και τις νύχτες ακούγονται λυπητερά κλάματα, ενώ οπτασίες θεάθηκαν να κινούνται μέσα σε αυτό.   

ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ ΤΟΥ ΦΚΩΝΗ

Είναι μια ιστορία που λέγεται σε πολλούς τόπους, αλλά κατά τη γνώμη μου είναι μια τρομαχτική κοινή ιστορία που συνέβηκε πραγματικά ίσως στους πρισσότερυς τόπους που τη διηγούνται, διότι αφορά συναισθήματα που άπτονται της παλικαριάς, της αφοβιάς, της αντρειοσύνης, αλλά και του τρόμου που όταν κυριεύσει τον άνθρωπο και φωλιάσει στην καρδιά του, όποιος και νάναι, θα τον φοβήσει και θα τον τρομοκρατήσει. Είναι δηλαδή κοινά συναισθήματα όλων των ανθρώπων, σε όλους τους τόπους.
Θα σας διηγηθώ μια φοβερή ιστορία για έναν αντρειωμένο νέο που έζησε στο χωριό της Χλώρακας τον παλαιό καιρό. Για έναν λεβεντονιό που ήταν άφοβο παλικάρι που αψηφούσε τους κινδύνους και δεν λογάριαζε μήτε θεριά, μήτε ανθρώπους, που τελικά όμως φοβήθηκε τους πεθαμένους που πίστεψε πως αναστηθήκανε και τον κατατρέξανε.
Ήταν ένα παλικάρι που του άρεσαν οι ιστορίες περί ηρώων, και περισσότερο η ιστορία του Σαμψών. Ήταν παλαιοί καιροί που η ανδρειωσύνη στον άνθρωπο ήταν το μεγαλύτερο προτέρημα, γι αυτό οι νέοι μεγάλωναν γαλουχημένοι με τις αρετές των παλαιών ηρώων.
Εκείνους τους καιρούς που συνέβηκε η ιστορία μας, δεν συνηθιζόταν οι άρρενες να αφήνουν μακριάν κόμην, παρ ταύτα, ο ήρωας μας, άφησε την χαίτην του μακριάν, ήθελε ο ίδιος να μοιάζει με τον αγαπημένο του ήρωα τον Σαμψών.
Χωρίς να λογαριάζει τα λόγια του κόσμου, καβαλλούσε τον άππαρο του που όταν τον σπιρούνιζε έτρεχε σαν τον άνεμο και καμαρωτός άφηνε τα μαλλιά του να ανεμίζουν στον αέρα όπως τα κύματα στη θάλασσα.
Το όνομα του ήταν Διονής, αλλά το άλλαξε και το έκαμε Διενής όπως του Διγενή, ενώ οι χωριανοί τον φώναζαν  Ιενή. Πίστευε ότι ίσως οι ρίζες του έφταναν από τους Ακρίτες, αλλιώς δεν εξηγιόταν η μεγάλη του δύναμη και η περισσή του αντρειοσύνη. Το πίστευε με την καρδιά του και το ένιωθε στο είναι του και να κυλά μεσα στις φλέβες του, σαν κατεβατό ποτάμι πάνω σε κακοτράχαλα βουνά. Είχε πράγματι μεγάλην σωματική ρώμην, και όλοι τον σέβονταν γι αυτή του τη δύναμη.  Το σπίτι του δεν τον χωρούσε, γυρνούσε στα όρη  και στις λαγκαδιές, μιλούσε με τα γεράκια και κυνηγούσε πουλιά και σκότωνε φίδια θεριά. Είχε όμως ένα ελάττωμα, του άρεσε να κομπάζει για την παλληκαριά του σε σημείο που παρομοίαζε τον εαυτό του ως ιδεώδη τύπον ήρωα όπως τον Ομηρικό Αχιλλέα, τον κραταιό Ηρακλή, τον ένδοξο Αλέξανδρο και τον ισχυρό Διγενή.
Ήταν ξιππασμένος και του άρεσε να παινεύεται για τα κατορθώματα του. Σε πολλούς άρεσαν οι ξιππασμένες ιστορίες του, σε κάποιους όμως, όχι. Ήταν και ένας μικρούτσικος ανθρωπάκος στο χωριό που δεν τον έκαμνε χάζι, που τον ζήλευε, και ήθελε να βρει τρόπο να τον εκθέσει και να τον πικάρει. Δεν τολμούσε όμως να του εναντιωθεί γιατί φοβόταν, και ο νους του γύριζε πώς να βρει ένα τρόπο να το κάμει χωρίς να προκαλέσει την οργή του. Τοχε βάλει σκοπό να βρει τον τρόπο, τον είχε πιάσει μια μανία. Ήταν μια κακεντρέχεια που του προήλθε από τη ζήλεια. Ζήλευε τον Ιενή που ήταν ψηλός, όμορφος, δυνατός και ανδρείος, ενώ αυτός ένας κοντός, μικρούτσικος, ένα κοντό ανθρωπάκι. Καθημερινά στην ταβέρνα του Φκωνή που σύχναζε και συναντιόντουσαν, καθώς τον άκουγε να παινεύεται, άλλη σκέψη δεν έβανε στο λογισμό του, παρά πώς να βρει έναν τρόπο να τον εκθέσει.

Η ταβέρνα του Φκωνή ήταν κτισμένη δίπλα στην πλατεία της εκκλησιάς και εκεί μαζεύονταν τα δειλινά οι αθκιασεροί να πιούν κόκκινο στερκό κρασί, το μόνο είδος πιοτού που πουλούσε ο ταβερνιάρης. Ήταν ένα χαμόσπιτο κτισμένο με πέτρες και πηλό από χώμα και άσιερο, μια κάμαρη, ένα χαμηλό δωμάτιο τόσο χαμηλό, που για να μην κουτουλούν οι πελάτες, το πάτωμα ήταν σκαμμένο μέσα στη γη. Η σκεπή καμωμένη από κανιά και χώμα που όταν έβρεχε έσταζε και έβρεχε τους πελάτες. Με παλιές ξύλινες πόρτες χωρίς κλειδαριές και ένα μικρό παράθυρο όσο να μπαίνει λίγο φως. Ήταν κτισμένη ακριβώς στη θέση που είναι τώρα το εστιατόριο «Φαμακούστα», στην οδό «Ζήνας Κάνθερ». Ήταν η ταβέρνα του Φκωνή που άφησε εποχή, που με τον ίδιο να φαντάζει θεόρατος με τη μαύρη βράκα και το αλατσιέτινο ζιμπούνι πανύψηλος να μην τον χωρεί το μαγαζί του και να σερβίρει σκυφτός για να μην κουτουλλά στο ταβάνι.
Μέσα στο μουντό φως της λάμπας πετρελαίου τα τραπέζια τάβλες πάνω στο χωματένιο πάτωμα ήταν πάντα γεμάτα πελάτες. Η τσίκνα από το τρεμιχόλαο γέμιζε τον αέρα και τα κουνουπίδια ήταν πάνω στο ράφι αφημένα μαζί με σώτες γεμάτες τσιρίτζια μέσα σε λίπος από λαρδί και βάζα γεμάτα καππάρι. Στη γωνιά ήταν κρεμασμένο από το ταβάνι ένα ολόκληρο λαρδί χοίρου, ενώ πάνω σε όλα τα τραπέζια είχε κούπες γεμάτες βραστές πατάτες.
Ήταν μια συνταιριασμένη ατμόσφαιρα με το χώμα στο πάτωμα να μυρίζει ξινό κρασί και να σμίγει με την μυρωδιά από τα ξιδάτα παντζάρια, τα βραστά αβγά μέσα σε μαύρο λάδι ελιάς και τη τσίκνα της ρέγκας που ψηνόταν στη φωτιά της μηχανής. Ήταν φαγητά της εποχής που έφτιαχνε μόνος του ο ταβερνιάρης, χωριάτικοι και φτηνιάρικοι μεζέδες,  αλλά γνήσιοι και άμετρης γευστικής απόλαυσης.
Κάθε βράδυ οι φτωχοί χωρικοί την άραζαν εκεί, να πιούν και να διασκεδάσουν φτωχικά για να ξεχάσουν την φτώχεια τους και τη μιζέρια τους.
Το στερκό κρασί τους έφτιαχνε τη διάθεση και τους έκανε να αισθάνονται ότι τα φτωχικά φαγητά είχαν γλυκείες γεύσεις Τσιμπούσαν και τσουγκρούσαν τις καντήλες και έλεγαν εις υγείαν στα μεγάλα ξύλινα βαρέλια που ήταν γεμάτα κρασί.
Ήταν βαρέλια θεόρατα που γέμιζαν το μισό μαγαζί, γεμάτα με κρασί που εκείνον τον καιρό πουλιόταν με την οκά και το μετρούσαν με το κάρτο, ένα τσίγγινο δοχείο με την ανάλογη χωρητικότητα.
Μια νύχτα καθόταν σε ένα τραπέζι ο κακός ανθρωπάκος, σε ένα άλλο το παλληκάρι ο Ιενής, ενώ στο τρίτο μια παρέα χωριανών. Όλα τα τραπέζια ήταν τέσσερα, στο άλλο καθόταν ο Φκωνής και όλοι μαζί μια παρέα μέσα στην μικρή κάμαρη, μιλούσαν και τσουγγρούσαν τα ποτήρια τους.
Έχοντας ο μικρούτσικος άνθρωπος αντίκρυ του τον Ιενή και τον οίνο να τον ζαλίζει, το μυαλό του επηρεασμένο από τη ζήλεια, πήρε στροφές και του κατέβητε μια ιδέα.
Αρχισε να μιλά για τους πεθαμένους και για ιστορίες που άκουσε, ότι στα νεκροταφεία  μετά τα μεσάνυχτα βγαίνουν τα πνεύματα των πεθαμένων και σεργιανούν στη νύχτα τρομάζοντας τον κόσμο, γι αυτό οι άνθρωποι παλιότερα απέφευγαν τις σκοτεινές νύχτες να περιφέρονται άσκοπα σε τέτοια μέρη… Μια φορά κατά πως άκουσε είπε, ένας γέρος που περνούσε νύχτα από το νεκροταφείο άκουσε θορύβους και χωρίς να λογαριάσει φόβο μπήκε μέσα να δεί τι συμβαίνει. Μόλις πέρασε την πύλη άκουσε από τη μεριά της κάτω εκκλησιάς λυπητερό ήχο καμπάνας να χτυπά, γεγονός που τον γέμισε τρόμο γιατί  ήξερε πως δεν είχε καμπάνα, την είχαν μεταφέρει οι χωριανοί στην πάνω εκκλησιά τις προηγούμενες μέρες. Τρομοκρατημένος τόβαλε στα πόδια, πήρε τόσο φόβο που του δέθηκε η γλώσσα και έκαμε πολλές μέρες να βρεί τη μιλιά του.
Λέγοντας αυτά το μικρό ανθρωπάκι, ήθελε να δημιουργήσει ατμόσφαιρα φόβου ώστε Ιενής να φανερωθεί ότι σαν άνθρωπος και αυτός, είχε πράγματα που τα φοβόταν.
Ο Ιενής όμως γέλασε και είπε ότι όλα είναι φαντασιώσεις.
Αρπάζοντας την ευκαιρία ο μικρούτσικος άνθρωπος, τον προσκάλεσε σε στοίχημα ότι δεν τολμούσε να πάει τα μεσάνυχτα στο νεκροταφείο και να παλουκώσει τον άππαρο του, ένα στοίχημα που με χαρά δέχτηκε ο Ιενής, γιατί ήθελε να δώσει ακόμα μια απόδειξη σε όλους για την αφοβιά του.
Όταν χτύπησε δώδεκα η ώρα, ο Ιενής σηκώθηκε από το τραπέζι του, και ορμήνεψε στον Φκωνή να μην σηκώσει το ποτήρι του γιατί γρήγορα θα επέστρεφε, είπε και στους άλλους να τον περιμένουν, θα πήγαινε στο νεκροταφείο να σιηνιάσει τον άππαρο του. 
Και πήγε ο Ιονής στο νεκροταφείο, μα δεν γύρισε. Ο άμοιρος όταν τσουλλώκατσε και παλούκωσε τον άππαρο του, σηκώθηκε να φύγει, αλλά δεν μπορούσε. Κάποιος τον τραβούσε από τη βράκα.
Ξαφνιάστηκε, αλλά προσπάθησε να μην πανικοβληθεί. Έβαλε όλη του τη δύναμη, αλλά πάλι δεν τα κατάφερε. Άρχισε να φοβάται, άρχισε να πιστεύει ότι ζωντάνεψαν οι νεκροί. Προσπαθούσε να μην τον κυριεύσει ο τρόμος, και με ψυχραιμία γύρισε να αντιμετωπίσει τον πεθαμμένο που βγήκε από τον τάφο.
και τον τραβούσε. Μα δεν είδε κανέναν, μήτε νεκρό, μήτε ζωντανό. Μονομιάς τα χρειάστηκε, και άρχισε να πανικοβάλλεται. Σαν αστραπή από το μυαλό του πέρασαν σκέψεις κακές και ιστορίες δεισιδαιμονικές που ήξερε. Πίστεψε πως αόρατες σκιές πεθαμένων σηκώθηκαν και τον τραβούσαν.
Και απελπισμένος που δεν μπορούσε να φύγει, έβαλε όλη του τη δύναμη, μα και πάλιν δεν μπορούσε να τους νικήσει και να τους ξεφύγει. Τον τραβούσαν από τη βράκα και δεν τον άφηναν. Άνοιξε το στόμα του να φωνάξει για βοήθεια, αλλά λαλιά δεν έβγαινε, του δέθηκε η γλώσσα από τον μεγάλο φόβο…
Αποκαμωμένος από το φόβο έγειρε στο χώμα και έμεινε ακίνητος, φηρμένος σαν τον πεθαμένο…
Πέρασε η ώρα, μέσα στην ταβέρνα άρχισαν να ανησυχούν. Αργούσε ο Ιονής,
-κάτι θα γίνηκε,
είπε ο Φκωνής.
Σηκώθηκε και ξεκρέμασε τη λάμπα από το βολίκι,
-άντε πάμε να τον βρούμε,
τους είπε.
Φτάνοντας στο νεκροταφείο, είδαν τον άππαρο παλλουκωμένο και τον Ιονή δίπλα του φηρμένο. Ανύσηχοι έσκυψαν να τον σηκώσουν και αμέσως κατάλαβαν τι είχε γινεί.
Παλλουκώνοντας το παλλούκι στο χώμα, στο σκοτάδι δεν πρόσεξε και το έβαλε πάνω στις πολλές δίπλες της βράκας του παλουκώνοντας την κι αυτήν.
Ευτυχώς ήταν μόνο φηρμένος, τον ξεπαλλούκωσαν και τον μετέφεραν στην ταβέρνα όπου τον βοήθησαν να συνέλθει.
Από εκείνη τη μέρα ο Ιενής έμεινε χασκιασμένος, λιγομίλητος, με βλέμμα πλανεμένο και το μυαλό σαλεμένο. Έκοψε τα μακριά του μαλλιά και δεν ξανακαβαλίκεψε τον άππαρο του. Περιδιάβαινε στις στράτες άσκοπα, κατάντησε ο τρελός του χωριού. 

Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ Τ' ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Είναι μια παράξενη ιστορία γιατί ο Αντωνής αναγκασμένος να σηκώσει μόνος του το βάρος της ανήμπορης γριάς, έμεινε κοντά της ανύπανδρος για πολλά χρόνια να τη βοηθά.
Ήταν ένας απλός και καλοκάγαθος, υπομονετικός και πονόψυχος γεωργός που αγωνίστηκε σκληρά με τη γη βοηθώντας τη μάνα του και τον κόσμο γύρω του, και υστερότερα την πολυμελή οικογένεια που έκαμε όταν παντρεύτηκε μια καλή χωριανή του,  που μέσα στα χωράφια όταν ο ήλιος τον χτυπούσε κατακούτελα στα πυκνά μαλιά και στο τετράγωνο πρόσωπο, φάνταζε μοναχός σαν βαθιά ριζωμένος στύλος μέσα στον κάμπο.
Σας διηγούμαι αυτή την ιστορία για τη μάνα του, που μου την διηγήθηκε ο ίδιος μια μέρα σαν τις πολλές που σχεδόν καθημερινά καθόμασταν στο καφενείο του Κωστή και συνομιλούσαμε με τις ώρες. Ήταν γέρος πλέον όταν ανακάλυψα τις απεριόριστες γνώσεις που κατείχε, αυτός ένας αγράμματος χωρικός που ίσως με δυσκολία πήγε λίγες τάξεις στο δημοτικό. Του άρεσε να διαβάζει από μικρός, είχε διαβάσει ότι βιβλία και περιοδικά εκείνους τους καιρούς πριν ξεθωριάσει το φως του μπόρεσε να βρεί, και με το μεγάλο του μνημονικό ήξερε πολλά πράγματα που τα θυμόταν με απόλυτη διαύγεια. Του άρεσε να μιλά για τις αρχαίες δοξασίες, τα ήθη, τα έθιμα, και τις προλήψεις που γεννήθηκαν μέσα από το πέρασμα των χρόνων. Για τις παραδόσεις και τις σημερινές δοξασίες στις οποίες πιστεύουν οι άνθρωποι πότε βάσιμα και πότε όχι, κάποιες που ίσως φοβίζουν, που όλες όμως δείχνουν τον τρόπο με τον οποίον οι απλοί άνθρωποι αντικρίζουν και εξηγούν τα διάφορα παράξενα φαινόμενα.
Από αυτόν έμαθα πολλά για τις συμπεριφορές των παλιών κατοίκων, καθώς και για τον τρόπο που διαβιούσαν, την πίστη τους και τα ιδανικά τους τα οποία και μετέφερα μέσα στα διάφορα διηγήματα μου που δημοσιεύτηκαν σε διάφορες εφημερίδες περιοδικά και βιβλία.
Θυμάται ο Αντωνής τ΄ Αλέξανδρου που τούλεγε η μάνα του μια ιστορία, ότι από τη ρεματιά που βρισκόταν κάτω δίπλα στην αυλή τους, υπήρχε αερικό. Δηλαδή υπήρχε πέρασμα φαντασμάτων και ανεράδων που έζησαν σε παλαιότερες ή παράλληλες εποχές.
Τα περασμάτα αερικών είναι συγκεκριμένες περιοχές όπου συνέβαιναν περίεργα πράγματα. Βουή αέρα ακουγόταν χωρίς να κουνιέται φύλο, ενώ ο αέρας πολλές φορές έφερνε φωνές ή γέλια. Ήταν συνήθως ρεματιές που κατέληγαν στη θάλασσα ή σε μεγάλους κάμπους που κατά τη διάρκεια της βουής όσα ζώα βρίσκονταν εκεί έσκαγαν και πέθαιναν.
Από τα αερικά περάσματα διάβαιναν ακόμα ξωτικά ανθρωπάκια όπως τα αγγελάκια, που όταν παρεξηγούνταν από τις κακές συμπεριφορές των ανθρώπων, γίνονταν κακά και σκανδαλιάρικα. Περνούσαν ακόμα θηλυκά πνεύματα των βουνών, των λόφων και των ποταμιών που λάτρευαν το χρώμα του αέρα και ήταν αόρατα αερικά όλου του κόσμου.
Σε τέτοια μέρη, οι αρχαίοι άφηναν τα άρρωστα μωρά χωρίς ελπίδα ζωής, να πεθάνουν, γι αυτό τα μέρη αυτά δεν έπρεπε να κατοικούνται.
Τέτοια μέρη ήταν γνωστά στους κατοίκους, και έτσι απέφευγαν να ζουν οι ίδιοι ή να αφήνουν τα ζώα τους, ειδικά τις νύχτες.
Ήταν λοιπόν η ρεματιά των «Μήλων» στη γειτονιά του πατρικού σπιτιού του Αντωνή τ’ Αλέξανδρου ένα πέρασμα αερικών, που βρισκόταν στα ριζά του υψώματος της αυλής του, λίγα μόνο μέτρα πιο πέρα. Ήταν εκεί που γκρεμίστηκε από μια τρεμιθιά παλιότερα ο Γιαννάτσιης ένας άλλος χωριανός που πέθανε από το πέσιμο, που το αίμα του πότισε τη γη, και οι χωριανοί έλεγαν ότι το γέμα του κογκούσε.
Μια ζοφερή γεμάτη υγρασία μέρα κάποιου καλοκαιριού, η Φκωνού ήταν στο σπίτι μοναχή. Ο γιος της έλειπε έξω στα χωράφια που πήγε να ποτίσει, ενώ αυτή έβαλε την μαείρισσα στη νηστιά έξω στην αυλή για να μαγειρέψει. Ήταν καλή μαγείρενα, και η άχνη του μαγειρεμένου φαγητού που άρχισε να ψήνεται, στριφογυρνούσε στην ατμόσφαιρα παρασυρμένη από το απαλό αεράκι, μια ωραία μυρωδιά που έσπαγε μύτες.
-Ίσως ήταν αυτή η ωραία μυρωδιά, σκέφτηκε ύστερα, που τράβηξε τα αερικά από το πέρασμα κάτω στη ρεματιά και τα οδήγησε ώς το σπίτι της-
Ξαφνικά μέσα στην απόλυτη υσηχία που επικρατούσε άκουσε φωνές και γέλια, μουσική να παίζει και ήχο από άλογα που έσερναν κάρα, να έρχεται από κάτω στον γκρεμμό. Φαντάστηκε ότι ήταν κάποιο καραβάνι από γανοματζήδες που περνούσε από το μονοπάτι δίπλα στο  «Καμαρούι», την κάτω βρύση του χωριού που οδηγούσε στην πόλη της Πάφου. Έτρεξε στην άκρη της αυλής να δει το καραβάνι, ήθελε να τους γνέψει ότι είχε ατζιά (μαγειρικά σκεύη) για γάνωμα. Ο θόρυβος όλο πλησίαζε, αλλά δεν έβλεπε κίνηση στην κάτω στράτα, οπότε κατάλαβε πως δεν ερχόταν από εκεί, αλλά από τα σπαρμένα χωράφια στα πλευρικά της ρεματιάς που ήταν λίγα μέτρα μακρύτερα από την αυλή της..
Έβαλε το χέρι αντήλιο και είδε τρομαγμένη τα στάχια των κριθαριών να λυγίζουν και ένιωσε μια αύρα να περνά στον αέρα δίπλα της σαν σκιές ανθρώπων άυλων που περνούσαν γρήγορα από μπροστά της και άκουγε τις φωνές τους, τις ομιλίες τους, και τα γέλια τους,  άκουγε ακόμα ήχους από άλογα που έσερναν κάρα, μα δεν έβλεπε τίποτα.
Κατάλαβε ότι ήταν αερικά φαντάσματα ανθρώπων παλαιοτέρων ή παράλληλων εποχών που περνώντας  από τη ρεματιά κάτω από το σπίτι της, ξεστράτισαν και πέρασαν από την αυλή της. Είχε ξανακούσει γι αυτά, δεν πίστευε πως υπήρχαν, αλλά εκείνη τη στιγμή που τα είδε, ασυναίσθητα έκαμε ότι έπρεπε να κάμει, έκαμε τον σταυρό της και παρακάλεσε την Παναγία να ανοίξει το πέρασμα, να περάσουν και να φύγουν γρήγορα τα αερικά. Έτσι έγινε, τα αερικά έφυγαν, χάθηκαν, όπως να μην πέρασαν.
Στα χρόνια που πέρασαν, όποτε η Φκωνού ενόσω ήταν εν ζωή θυμόταν το παράξενο γεγονός, ανατρίχιαζε και την έπιανε το ίδιο δέος όπως τότε. Κάθε φορά όμως παρακαλούσε την Παναγία, και αμέσως οι σκέψεις της ημέρευαν.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΕ ΕΝΑ ΑΓΑΛΜΑ


Οι Ελληνιστικοί τάφοι ήταν συνήθως σκαμμένοι σε βράχους και χρονολογούνται από τα πρώτα Ρωμαϊκά χρόνια της Κύπρου. Στη Χλώρακα υπάρχουν δυο αρχαίοι Ελληνιστικοί τάφοι, ο ένας ονομάζεται Ελληνόσπηλιος και ευρίσκεται δίπλα στον παραλιακό δρόμο, και ο άλλος σπήλιος του Λεωνίδα, και ευρίσκεται σε ιδιωτική αυλή κατοίκου, εκ του οποιου πήρε και το όνομα. Η δεύτερη σπηλιά ήταν καλά κρυμμένη, και καποιος για να την εντοπίσει έπρεπε να την γνωρίζει, ή να την ανακαλύψει τυχαία. Τους καιρούς της Τουρκοκρατίας χρησίμευε ως κρύπτη για πολλούς κατατρεγμένους Χριστιανούς καθώς είναι λαξεμένη μέσα στη γη καλά κρυμμένη από τη φύση, ώστε να είναι δύσκολο να εντοπιστεί.
Ήταν θεώρατη και φυσική σπηλια που στα τοιχώματα της οι Αρχαίοι έσκαβαν τάφους και έθαβαν τους νεκρους τους. Οι εισόδοι των τάφων παρέμειναν σφραγιστοί μέχρι τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, οπότε όταν ανακαλύφτηκαν, βρέθηκαν σπουδαία κτερίσματα, αλλά που δυστυχώς όλα πουλήθηκαν σε αρχαιοκάπηλους. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι βρέθηκε μια λαμπιώνα ανεκτίμητης αξίας, μια ολόχρυση ζώνη Ομηρικού πολεμιστή που πουλήθηκε για πέντε λίρες, και μια πέτρινη σκαλιστή σαρκοφάγος η οποία κατα πληροφορίες ευρίσκεται σε ιδιωτικό μουσείο της Νέας Υόρκης.
Το ανάγλυφο του σκεπάσματος της σαρκοφάγου παρίστανε τη μορφή της πεθαμένης που ήταν νέα γυναίκα ωραιοτάτου κάλλους, που μόλις την είδε ένας βοσκός που την ανακάλυψε, έπαθε έρωτα μαζί της, αγάπησε παράφορα  την πέτρινη πανέμορφη μορφή της.  
Είχε βγάλει τα πρόβατα του στη βοσκή, και αυτά τον οδήγησαν στη παλιά βρύση όπου είχε νερό και πλούσια βοσκή. Κάθισε κάτω από ένα μεγάλο δρυ, και άφησε τα πρόβατα να απλωθούν στον κάμπο. Όταν ο ήλιος πήγαινε να δύσει και ήρθε η ώρα να φύγουν, είδε ένα πρόβατο που ανέβηκε σε ένα ψήλωμα, να χάνεται πίσω από συστάδα θάμνων. Του σφύριξε να κατέβει, αλλά τίποτα. Ανέβηκε λοιπόν να το γυρέψει, και ανακάλυψε μια είσοδο λαξεμένη σε βράχο. Μπαίνοντας μέσα βρέθηκε σε ένα σπήλαιο. Γεμάτος περιέργεια, βγήκε έξω και μάζεψε ξύλα για να ανάψει φωτιά να φωτίσει το σκοτάδι να δει τι ανακάλυψε.
Το σπήλαιο ήταν πλατύ και χανόταν βαθιά μέσα στη γη σε μεγάλη απόσταση. Λίγο ψηλότερα πάνω στην πέτρινη πλευρά, πρόσεξε ένα τοίχο κτισμένο που μάλλον σφράγιζε την είσοδο κάποιου τάφου, σκέφτηκε. Τη χάλασε λοιπόν, με την ελπίδα να βρει χρυσάφι, καθώς ήξερε πως και άλλοι χωριανοί του ανακάλυψαν αρχαίους τάφους που είχαν μέσα χρυσά και άλλα πολύτιμα κτερίσματα.
Δεν δυσκολεύτηκε να χαλάσει την είσοδο. Η μαγκούρα του ήταν σκληρή και βαριά, και με λίγα κτυπήματα, το χώρισμα έσπασε. Μέσα στον νεκρικό θάλαμο είδε μια σαρκοφάγο καλά πελεκημένη, που σχημάτιζε μια λάρνακα γεωμετρικά καλά σχηματισμένη.
Την καθάρισε από το χώμα, και αντίκρισε ένα ανάγλυφο σώμα σκαλισμένο στην μονοκόμματη πέτρα που σκέπαζε την σαρκοφάγο. Ήταν ένα πανέμορφο άγαλμα που το σμίλευσε σίγουρα κάποιος σπουδαίος γλύπτης, και παριστάνε μια εξαιρετικά ωραία κοπέλα με μορφή που φαινόταν έτοιμη να ανασάνει, που φαινόταν να τον κοιτάζει και να τον καλεί. Σαν ονειροπαρμένος όπως κάτι να του μάγεψε τη σκέψη, έμεινε ώρες ακίνητος να κοιτάζει και να αποθαυμάζει. Κατάλαβε πως κάτι έπαθε το μυαλό του, πως ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα το άγαλμα με το πέτρινο πανέμορφο πρόσωπο της πεθαμένης γυναίκας.
Από εκείνη τη μέρα, κάθε μέρα επισκεπτόταν το σπήλαιο κρυφά να μην τον δουν και του κλέψουν την αγαπημένη. Με τις ώρες καθόταν και την κοίταζε. Η παγωμένη της πέτρινη μορφή κάθε μέρα έδειχνε περισσότερο όμορφη, και αυτός κάθε μερα περισσότερο την αγαπούσε. Οπότε σε λίγο καιρό μη αντέχοντας να είναι μακριά της, παράτησε το σπίτι και το κοπάδι του, και εγκαταστάθηκε στο σπήλαιο. Έπινε νερό και πλενόταν από την βρύση, μάζευε άγρια χόρτα και καλλιεργούσε λίγα οπωρικά, και όλα αυτά του αρκούσαν, δεν ήθελε τίποτα άλλο, φτάνει που είχε παρέα την αγαπημένη του.
Οι χωριανοί πίστεψαν πώς ίσως τρελάθηκε από τη μοναξιά του επαγγέλματος του, ή πως αποφάσισε να γίνει ασκητής, να ζήσει με το Θεό.
Και όταν πέρασαν πολλά χρόνια και όλοι τον ξέχασαν, ένας κυνηγός ανακάλυψε το κουφάρι του μέσα στη σπηλιά. Άντεξε και έζησε όλη του τη ζωή μέχρι τα γεράματα, με την όμορφη γυναίκα της σαρκοφάγου.
Ο κυνηγός ισχυρίστηκε πως απλά βρήκε τον νεκρό. Δεν είπε για σαρκοφάγο, παρά πως από όσα είδε στο σπήλαιο, μάλλον ο βοσκός έζησε σαν ασκητής αφιερωμένος στο θεό. Κάποιοι όμως ισχυρίστηκαν ότι ο κυνηγός βρήκε τη σαρκοφάγο που την πούλησε σε αρχαιοκαπήλους, και που τώρα ευρίσκεται σε ιδιωτικό Αρχαιολογικό μουσείο της Νέας Υόρκης.   

ΑΕΡΙΚΟ ΠΕΡΑΣΜΑ (Η Μαρία του Γιωρκουθκιού)

ΑΕΡΙΚΟ ΠΕΡΑΣΜΑ
Βυζαντινοί ιστοριογράφοι αναφέρουν ότι εκ παραλλήλου με τα πνεύματα που υπάρχουν στη Γη στη Θάλασσα και στους βυθούς, γεμάτος από δαιμόνια είναι και ο αήρ ο ευρισκόμενος «ύπερθεν ημών και περί ημάς». Με ανάλογες δε δοξασίες που έντονα εμπλουτίσθηκαν κατά τη Τουρκοκρατία φτάνουμε στη σημερινή Σολομωνική (δαιμονολογία). Η Κλείδα του Σολομώντος ή Σολομωνική είναι ένα βιβλίο μαγικών αποδιδόμενο στον βασιλέα Σολομώντα. Λένε ότι είναι απαγορευμένο και ότι είναι επικίνδυνο για όποιον διαβάσει το αυθεντικό. Περιέχει κλητεύσεις και επικλήσεις για να κληθούν πνεύματα νεκρών από την Κόλαση που είναι δαίμονες ή τιμωρημένες ψυχές. Και για να προστατευτεί ο επικαλεστής (καλούμενος ως εξορκιστής) από αυτούς και από μια πιθανή προσπάθεια δαιμονισμού, υπάρχουν κατάρες ώστε να υποχρεώσουν τα απρόθυμα πνεύματα να υπακούσουν.
Με αυτή μου τη διήγηση θα αναφερθώ σε ένα παράξενο περιστατικό που συνέβηκε σε ένα τόπο που οι πρωτινοί έλεγαν ότι είναι διάβα αερικών. Είναι η περιοχή «Σταυρός», κάτω από την τοποθεσία «Σκαλί», ένα σταυροδρόμι δρόμων που οδηγεί στην παραθαλάσσια περιοχή «Δήμμα». Εάν πάρουμε την νοητή ευθεία «Μήλα» (ένα άλλο διάβα αερικών) και «Σταυρός», κατευθυνόμαστε στο πέλαγος όπου από το μακρινό του βάθος βγαίνει ο Σορόκος, ο άνεμος που όταν θυμώσει τσακίζει σκάφη όπως π.χ. το 1810 το «χρυσοκάραβο», ένα επιβατικό πλοίο που τσακίστηκε στις ξέρες του Φερφουρή και πνίγηκαν όλοι οι επιβάτες, ή τα πρόσφατα χρόνια το ναυάγιο του φορτηγού πλοίου «Δημήτριος» που είναι σφηνωμένο στις ίδιες ξέρες. Όταν μετά το θέριεμα του ο Σορόκος ηρεμεί και γλυκοφυσά ήσυχα και απαλά, σημάδι ότι το καλοκαίρι φεύγει και έρχεται το μουντό και γκρίζο φθινόπωρο, και όταν η θάλασσα είναι γαληνεμένη σαν σε απανεμιά, τότες με την βοήθεια αυτού του ανέμου βγαίνουν συνηθως μες τα δειλινά, τα Αερικά έξω στη στεριά και αναζητούν το γραμμένο πεπρωμένο τους που καθορίστηκε τον καιρό εκείνο που όντας ήσαν άνθρωποι ή ζώα τους έτυχε η μοίρα να καταδικαστούν να γίνουν δαίμονες και εξωτικά.

Η Μαρία του Γιωρκουθκιού καβαλικεμένη στον γάιδρο της πήγαινε  στη Μωροζό να ποτίσει το χωράφι. Είχε φτάσει στο Σταυρό, και ξάφνου κατάλαβε ότι το δροσερό αεράκι που φυσούσε σταμάτησε απότομα, και έπεσε απόλυτη ησυχία σαν  βαριά σιωπή. Ο ήλιος χάθηκε από τον ουρανό χωρίς να υπάρχουν σύννεφα, και ο γάιδαρος που καβαλούσε τσουλόκατσε και άρχισε να γκαρίζει φοβισμένα. Σκέφτηκε πως κάτι αλλόκοτο συνέβαινε και δεν κατάλαβε αν σκοτείνιασαν τα μάτια της και έβλεπε τα γύρω γκρίζα, ή σκοτείνιασαν τα βάθη του ορίζοντα και η πλάση γύρω της.
Κατέβηκε από το γάιδαρο και τραβώντας τον με το ζόρι συνέχισε το δρόμο της βιαστικά φοβισμένη και ανήσυχη από τα παράξενα καιρικά φαινόμενα.
Εκεί που βιαστική περπατούσε στο μονοπάτι, ξάφνου παρουσιάστηκε  μπροστά της ένα μικρό παιδάκι που περπατούσε κι αυτό πολύ γρήγορα. Σκέφτηκε πως κάπου κοντά θα ήταν οι γονείς του, και βιαστική καθώς ήταν φοβισμένη, προχώρησε και το προσπέρασε. Σε λίγη απόσταση όμως, ξανασυναντά το ίδιο παιδάκι, αυτή τη φορά όμως της φάνηκε μεγαλύτερο σε ηλικία. Και ακόμα παρακάτω, πραγματικός τρόμος, την κυρίευσε καθώς μπροστά της είδε το παιδί σε μεγάλη ηλικία πλέον, με σιδερένια στολή και μια μεγάλη σπάθα στο χέρι να την κραδαίνει και να τρέχει όπως κάποιον να κυνηγάει, ενώ το στόμα του ήταν ανοιχτό φώναζε, χωρίς όμως να βγαίνουν φωνές, παρά ιαχές ακαταλαβίστικες, που συγχέονταν με καλπασμούς αλόγων, χωρίς όμως να υπάρχουν άλογα.
Με πραγματική ανησυχία και πρισσότερο φόβο πλέον, άρχισε να επικαλείται τον Χριστό και την Παναγία, και ώ του θαύματος, όλα χάθηκαν, ο ήλιος φανερώθηκε, και όλα ήταν όπως πριν.
Η Μαρία του Γιωρκουθκιού πήρε μεγάλη τρομάρα και δεν της έφυγε ο φόβος σε όλη την υπόλοιπη της ζωή, παρ όλο που της εξήγησαν αργότερα πως εκεί ήταν πέρασμα αερικών, που κατά καιρούς κάποιο αόρατο καραβάνι κάποιας άλλης εποχής, περνούσε από το πέρασμα.
Από εκείνη την μέρα η Μαρία του Γιωρκουθκιού, δεν ξαναπέρασε από τον ίδιο δρόμο.

Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΕΖΟΥ

Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΕΖΟΥ
Σε γραπτά κείμενα περί θρύλων και δοξασιών, δεν αναφέρεται οτηδήποτε για τη σπηλιά του δράκου στη Χλώρακα, αλλά οι γεροντότεροι την ενθυμούνται και ως πρότινος την γώριζαν ως ένα λαγούμι μέσα στη γη που ανέβλυζε νερό, ενώ οι νεότεροι το γνωρίζαμε ως Αγίασμα του Αρχάγγελου, ή το νερό του Μαρτέζου. Ο Μαρτέζος ήταν ο ιδιοκτήτης της γης που μέσα ευρισκόταν το αγλιασμα. Το πρότερο όνομα ως σπηλιά του Δράκου, λέγεται πως ο πήρε από ένα δράκο φύλακα, φρουρό ενός αμύθητου θησαυρού που υπήρχε μέσα στη σπηλιά.
Η Σπηλιά του Δράκου ήταν στο βάθος ενός γκρεμμού σε απόσταση λίγων μέτρων νότια από το παρεκκλήσιο του Αρχάγγελου Μιχαήλ. Ήταν ένα υπόγειο λαγούμι που χανόταν στα βάθη της γης. Το νερό ανέβλυζε και έτρεχε μέσα σε μια λίμνη σκαμμένη μέσα στη γη που υπερχίληζε, και συνέχιζε το δρόμο του μέχρι τη θάλασσα, αφου προηγουμένως γέμιζε άλλες μικρές λίμνες που έφτιαξαν οι άνθρωποι και πότιζαν τα χωράφια.
Πριν αιώνες στη Κύπρο είχε συμβεί μεγάλη πείνα εξαιτίας παρατεταμένης ανομβρίας που κατέστρεψε όλη τη σπορά. Και η πείνα ήταν μεγάλη, όλα τα νερά των πηγών σταμάτησαν, και οι άνθρωποι εμετακινούντο από τόπο σε τόπο μαζί με τα ζώα τους για να βρουν νερό και να ζήσουν. Κι όλα είχαν στεγνώσει και πηγάδια και πηγές, και  οι άνθρωποι εγκατέλειπαν τους τόπους τους και έφευγαν προς τα εκεί και προς τα εδώ, για να αγοράσουν λίγη τροφή για τα ζώα και για τους ίδιους, όμως και αυτά δεν αρκούσαν, έτσι που πολλοι έκαναν επιδρομές κατά αλλήλων, και οι μεν στρέφονταν εναντίον των δε.
Μέσα σ αυτή την αναμπουμπούλα, ενας φαμελιάρης, οδήγησε την οικογένεια του στα μέρη του Μιχαήλ Αρχαγγέλου, γιατί μια νύχτα είδε στ όνειρο του, πως εκεί υπήρχε νερό. Έψαξαν εξωνυχιστικά ολη την περιοχη, και μεσα σε μια χαραμάδα ενός γκρεμμού, είδαν βλάστηση ολοπάσινη, σημάδι πως εκεί, σ αυτή τη γη, υπήρχε νερό. Στρώθηκαν στη δουλειά και με πολλή κόπο έσκαψαν ένα λαγούμι. Και βρήκαν νερό. Και όσο συνέχιζαν να σκάβουν, εύρισκαν κι άλλο. Εν τέλει το έσκαψαν πολύ βαθιά μέσα στη γη και βρήκαν αστείρευτο νερρό. Εγκαταστάθηκαν εκεί, οργανώθηκαν, φύτεψαν τη γη και με τον καιρο δημιουργησαν ένα μικρό συνικισμό.
Ο καιρός περνούσε, και η ανομβρία συνεχιζόταν. Ο πληθυσμός σε ολόκληρη την Κύπρο υπέφερε, διψούσε και πεινούσε. Οι περισσότεροι άνθρωποι εγκατέλειψαν τη Κύπρο καταφεύγοντας στις γειτονικές χώρες. Οι άλλοι που έμειναν μετανάστευαν από τόπο σε τόπο διαβιώντας με πολλή δυσκολία. Πολεμούσαν μεταξύ τους για μια σταλαγματιά νερό, και ο ένας φόνευε τον άλλο, οι αδύνατοι κρύβονταν από τους δυνατούς, και είχε καταντήσει ολόκληρη η ύπαιθρος γεμάτη παράνομους και ληστές. Ήταν μια παρατεταμένη ανομβρία που κράτησε πολλά χρόνια, και όλοι οι τόποι ξεράθηκαν και ερήμωσαν.
Στο μικρό συνοικισμό όμως κανείς δεν ένιωθε δίψα ή πείνα, καθώς είχαν νερό και καλλιεργούσαν τα χωράφια που ήταν απλωμένα γύρω από το λαγούμι. Οι άνθρωποι πρόκοψαν, έκτισαν σπίτια και εφτιαξαν νόμους. Ο γέρο φαμελιαρης οργάνωσε καλά τους ανθρώπους, ώστε να μπορούν να αντισταθούν σε περίπτωση επίθεσης. Οχύρωσαν τα σπίτια, και ένας φρουρός συνεχώς στεκόταν στην κορφή του γκρεμού προσέχοντας από εχθρούς.
Μια φορά όμως, κακοί ληστές που στο διάβα τους κατέφευγαν σε κλεψιές, αρπαγές, και φόνους, και πολλά χωριά τα άφηναν ερείπια παραδίδοντάς τα στις φλόγες αφού πρώτα λεηλατούσαν τους κατοίκους και τους έδιωχναν ή τους σκότωναν αφήνοντας παντού ερήμωση, στο πέρασμα τους ανακάλυψαν τον όμορφο συνοικισμό, και παραφυλάσσοντας τους έπιασαν στον ύπνο. Τους σκότωσαν όλους. Βίασαν τις γυναίκες, έσφαξαν τα παιδιά και κρέμασαν τον γέρο αρχηγό σε μια μεγάλη τρεμιθιά. Και τους άρεσε το τόπος τόσο πολύ, που αποφάσισαν να εγκατασταθούν εκεί.
Μα από τη φρίκη της σφαγής, γλίτωσε μια κορούλα με τον μικρό της αδερφό που κρυμμένοι μέσα σε ένα θάμνο, γεμάτοι φόβο παρακολούθησαν τις επαίσχυντες πράξεις των βάρβαρων λησών. Χωρίς μιλιά να μην ακουστούν, κατάφεραν να μείνουν απαρατήρητοι, και όταν το σκοτάδι της νύχτας έπεσε πηχτό, διέφυγαν και κρύφτηκαν  ψηλά στο Μελισσόβουνο, εκεί που ύστερα από χρόνια, έκτισε την κατακόμβη του ο Άγιος Νεόφυτος. Έζησαν πολλά χρόνια μέα στον άγριο τόπο, ανάμεσα σε άγρια ζώα, και αυτοι σαν άγρια ζώα, και κατάφεραν να επιβιώσουν. 
Για να επιβιώσουν αναγκάζονταν και αυτοί να κλέβουν, έτσι σιγά με τον καιρό όταν μεγάλωσαν, ο μικρός απέχτησε τη φήμη ενός αδίστακτου ληστή.
Αλλά η φρίκη της σφαγής των δικών τους, έμεινε ανεξίτηλη στο μυαλό τους γραμμένη.
Το μικρόν παιδί ποτέ του δεν ξέχασε, και είχε πάρει όρκο μέσα του πως θα έπαιρνε εκδικηση. Ήταν ένας πόνος αβάσταχτος που του έκαιγε τα σωθικά, και δεν μπορούσε να ξεχάσει. Είδε εμπρός του να κατακρεουργούν τους γονείς του και τους φίλους του, και απάνθρωπα να τους σκοτώνουν, πως μπορούσε λοιπόν να ξεχάσει; Όσο ο καιρός περνούσε δεν μπορούσε καθόλου να ξεχάσει, παρά μόνον όλο και περισσότερο μέσα του θέριευε το μίσος. Ήθελε οπωσδήποτε να εκδικηθεί, το είχε πάρει απόφαση, πως δεν θα άφηνε κανένα ζωντανό. Απλώς περίμενε καρτερικά να μεγαλώσει τόσο, όσο να δύναται να τους νικήσει…
Όταν ήρθε ο καιρός, κατέβηκε από το βουνό και την κρυψώνα του, και καθώς καλά γνώριζε την χαμηλή περιοχή αφού εκεί γεννήθηκε, στήνοντας καραούλι πότε εδώ, πότε εκει, ένα-ένα άρχισε να τους σκοτώνει. Τρόμος επικράτησε ανάμεσα στους ληστές, αλλά δεν μπορούσαν να τον βρουν να τον πολεμήσουν, δεν μπορούσαν να του αντισταθούν, καθώς τους σκότωνε καλά κρυμμένος και χωρίς κανείς να τον βλέπει.
Δεν άφησε κανένα ζωντανό. Ήταν μια σφαγή χωρίς όρια που άφησε κατάπληκτο όλο τον υπόλοιπο πληθυσμό, γιατί εγίνηκε με άγριο τρόπο και πολύ μίσος, χωρίς λύπηση για γυναίκες νιές, έγκυες ή γριές, ούτε για μικρά παιδιά εν λυπήθηκε, ούτε ανήμπορους και ανυπεράσπιστους γέρους. Ύστερα ανατίναξε με δυναμίτη τη σπηλιά που έτρεχε το νερό, το νερό σταμάτησε να τρέχει, και ο κάμπος ξέρανε και έγινε οπως παλιά, μια έρημη περιοχή.
Η σφαγή ήταν μεγάλη και το μακελειό τόσο, που ο κόσμος έφτιαξε ιστορίες και θρύλους, έλεγαν για κρυμμένους θησαυρούς μέσα στη σπηλιά που χάλασε, και για ένα δράκο που κατοικούσε εκεί, εννοώντας ίσως τον φοβερό ληστή που έσφαξε όλους τους κατοίκους.
Ύστερα από πολλά χρόνια άρχισε να αναβλύζει λίγο νερό, είπαν ήταν Αγίασμα, ήταν αρκετό όμως για να ποτίζονται λίγα περβόλια που ήταν δίπλα. Βλάστησαν πολλές τρεμιθιές και δρύες, ενώ πολλοι κάτοικοι ενώ όργωναν βρήκαν αρχαίους τάφους που είχαν μέσα πλούσια κτερίσματα, σημάδι της μεγάλης ακμής που είχαν οι παλιοί κάτοικοι της περιοχής. Ο τελευταίος ιδιοκτήτης του νερού ήταν ο Αγαθοκλής Μαρτέζος. Η περιοχή αγοράστηκε από πλούσιους επιχειρηματίες και στη δεκαετία του 1990 κτίστηκε με διαμερίσματα, αφου πρώτα διοχέτευσαν το τρεξιμιό νερό πίσω στη γη όπου και χάθηκε προς το παρών…